- εὐαπόσπαστος
- εὐ-από-σπαστος, leicht abzuziehen, zu trennen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευαπόσπαστος — η, ο (Α εὐαπόσπαστος, ον) αυτός που εύκολα αποσπάται ή αποχωρίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο σπώ (πρβλ. αν απόσπαστος)] … Dictionary of Greek
εὐαπόσπαστα — εὐαπόσπαστος easy to be torn from neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)